ἀρχαιοφανής

ἀρχαιοφανής
ἀρχαιο-φᾰνής, ές,
A seeming ancient, Lyd.Mag.1.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρχαιοφανής — ές (Μ ἀρχαιοφανής) αυτός που φαίνεται σαν να είναι αρχαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + φανής < φαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαιοφανῶν — ἀρχαιοφανής seeming ancient masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”